-
1 луч
луч м η αχτίδα, η ακτίνα· ультрафиолетовые \лучй οι υπεριώδεις ακτίνες· инфракрасные \лучй οι υπέρυθρες ακτίνες* * *мη αχτίδα, η ακτίναультрафиоле́товые лучи́ — οι υπεριώδεις ακτίνες
инфракра́сные лучи́ — οι υπέρυθρες ακτίνες
-
2 радиус
радиус м η ακτίνα, η αχτίδα" \радиус действия η ακτίνα δράσης* * *мη ακτίνα, η αχτίδαра́диус де́йствия — η ακτίνα δράσης
-
3 район
район м 1) (местность) η συνοικία· η περιοχή 2) (админиспгративный) η περιοχή* η αχτίδα (в партийной структуре)* * *м1) ( местность) η συνοικία; η περιοχή2) ( административный) η περιοχή; η αχτίδα ( в партийной структуре) -
4 луч
лучм ἡ ἀκτίνα, ἡ ἀχτίδα, ἡ ἀκτίς:\луч солнца ἡ ἀκτίνα τοῦ ήλίου· космические \лучй οἱ κοσμικές ἀκτίνες· рентгеновские \лучи́ οἱ ἀκτΐνες Ραΐντγκεν ультрафиолетовые \лучй αί ὑπεριώδεις ἀκτΐνες· испускать \лучй ἀκτινοβολῶ. -
5 безрассветный
επ.άφωτος, αφώτιστος, σκοτεινός•безрассветный мрак σκοτάδι πηχτό, χωρίς μιά αχτίδα φωτός.
-
6 луч
-а α.1. παλ. ακτίνα, αχτίδα•лучи солнца αχτίνες ήλιου•
звёздные -и αχτίνες αστεριού•
сноп -ей δέσμη αχτίνων•
рентгеновы -и αχτίνες ραίντκεν•
катодные -и καθοδικές αχτίνες•
ультрафиолетовые -и υπεριώδεις αχτίνες•
испускать -и εκπέμπω αχτίνες, αχτινοβολώ•
термические -и θερμικές αχτίνες.
2. μτφ. αμυδρό φως•луч света в тёмном царстве αχτίνα φωτός στο σκοτεινό βασίλειο (κάτι προοδευτικό μέσα στο σκοταδισμό)•
луч надежды, счастья, истины αχτίνα ελπίδας, ευτυχίας, αλήθειας.
-
7 проблеск
-а α.1. διάλαμψη, λάμψη προσωρινή, φευγαλέα.2. μτφ. αχτίδα•-и радости αχτίδες χαράς•
-и надежды αχτίδες ελπίδας.
-
8 прожекторный
επ.του προβολέα• για προβολέα•прожекторный луч αχτίδα προβολέα•
-ая лампа λάμπα προβολέα.
-
9 район
-а α.1. περιοχή•промышленный -βιομηχανική περιοχή•
земледельческий район αγροτική περιοχή•
южные -ы страны οι νότιες περιοχές της χώρας•
хлебный район σιτοπαραγωγική περιοχή•
степной район πεδινή περιοχή•
угольный район ανθρακοφόρα περιοχή•
-ы военных действий περιοχές πολεμικών επιχειρήσεων.
2. επαρχία (ως διοικητική μονάδα). || τμήμα, συνοικία• αχτίδα.3. περιφέρεια. -
10 свет
свет 1-а (-у), προθτ. в -, на -у α.1. το φως•солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•
свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•
луч -а αχτίδα φωτός•
свет и тьма φως και σκοτάδι•
дневной свет το φως της μέρας•
читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•
зажечь свет ανάβωτο φως•
выключить свет σβήνω το φως•
чуть свет χαράματα, χαραυγή.
|| φέξιμο πρωινό•ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.
2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•свет истины το φως της αλήθειας•
свет знания το φως της γνώσης.
|| (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•мой свет! το φως μου!
εκφρ.свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•в два -а – παλ. με δυο σειρές παράθυρα•в -е – στο φως (α.πο άποψη)•показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•чем свет – κ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).свет 2-а α.1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•
части -а ο ι ήπειροι•
страны -а οι χώρες του κόσμου.
2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.
|| ανώτερο κοινωνικό στρώμα•высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•
большой свет η ανώτερη κοινωνία.
εκφρ.Божий свет – βλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•этот свет – ο επίγειος κόσμος•- а преставление – βλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα. -
11 смешинка
-и θ.αχτίδα φαιδρότητας (στα μάτια).εκφρ.смешинка в рот попала кому – τον έπιασαν τα γέλια κάποιον.
См. также в других словарях:
αχτίδα — και αχτίνα, η βλ. ακτίνα … Dictionary of Greek
αχτίδα — η η ακτίνα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Odysseas Elytis — Born November 2, 1911(1911 11 02) Heraklion, Greece Died March 18, 1996(1996 03 18) (aged 84) Athens, Greece … Wikipedia
Odysseas Elytis — (griechisch Οδυσσέας Ελύτης, eigentlich Οδυσσέας Αλεπουδέλης Odysseas Alepoudelis; * 2. November 1911 in Iraklio auf Kreta; † 18. März … Deutsch Wikipedia
Odysseas Elytis — Saltar a navegación, búsqueda Odysseas Elytis Placa conmemorativa de Odysseas Elytis en la Logia Veneciana de Heraclión, en Creta … Wikipedia Español
Элитис, Одисеас — Одисеас Алепуделис греч. Οδυσσέας Ελύτης … Википедия
Одисеас Алепуделис — греч. Οδυσσέας Ελύτης Псевдонимы: Одисеас Элитис Дата рождения: 2 ноября 1911 Дата смерти … Википедия
Одисеас Элитис — Одисеас Алепуделис греч. Οδυσσέας Ελύτης Псевдонимы: Одисеас Элитис Дата рождения: 2 ноября 1911 Дата смерти … Википедия
Элитис — Элитис, Одисеас Одисеас Алепуделис греч. Οδυσσέας Ελύτης … Википедия
Элитис Одисеас — Одисеас Алепуделис греч. Οδυσσέας Ελύτης Псевдонимы: Одисеас Элитис Дата рождения: 2 ноября 1911 Дата смерти … Википедия
Odysséas Elýtis — Placa conmemorativa de Odysséas Elýtis en la Logia Veneciana de Heraclión, en Creta. Nombre completo Ο … Wikipedia Español